- τυφλός
- -ή, -ό / τυφλός, -ή, -όν, ΝΜΑ1. αυτός που δεν βλέπει, που δεν έχει όραση, αόμματος (α. «είναι εκ γενετής τυφλός» β. «καί μιν τυφλὸν ἔθηκε Κρόνου παῑς», Ομ. Ιλ.)2. (γενικά για τις αισθήσεις, τα αισθητήρια όργανα, αλλά και τη διάνοια, το πνεύμα) αμβλύς, αμαθής, περιορισμένος («τυφλὸς τά τ' ὤτα, τόν τε νοῡν, τά τ' ὄμματ' εἰ» — κουφός, κουτός και τυφλός είσαι, Σοφ.)3. αυτός που έχει μια μόνον είσοδο και καμιά διέξοδο, αδιέξοδος (α. «τυφλός δρόμος» β. «τυφλὴ ὁδός», λεξ. Σούδαγ. «τοῡ εντέρου τυφλόν τι», Αριστοτ.)4. το αρσ. ως ουσ. ο τυφλόςάνθρωπος που δεν βλέπει, αόμματος (α. «στην γωνιά τού δρόμου στεκόταν ένας τυφλός» β. «τυφλός τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν», ΚΔ)5. φρ. «και τυφλῴ... δήλον» — ολοφάνερο (ΠΔ)νεοελλ.1. ο αναίσθητος στο φως, αυτός που δεν αντιδρά στο φως (α. «τυφλή κηλίδα» β. «τυφλό σημείο»)2. μτφ. α) υβριστ. στραβόςβ) παράλογος, παράφορος, άκριτος («τυφλό πάθος»)γ) απεριόριστος («τού δείχνει τυφλή εμπιστοσύνη»)3. το ουδ. ως ουσ. το τυφλό(ν)(ενν. έντερο) ανατ. το ευρύ σακοειδές αρχικό τμήμα τού παχέος εντέρου, το οποίο βρίσκεται στον δεξιό λαγόνιο βόθρο τής κοιλιάς και περιβάλλεται από παντού από περιτόναιο και από το οποίο εκπορεύεται η σκωληκοειδής απόφυση4. φρ. α) «τυφλοίς όμμασι»(λόγια έκφραση) i) με πλήρη εμπιστοσύνηii) με κλειστά τα μάτια, ανεξέτασταβ) «στα τυφλά» — χωρίς επίγνωση, στα κουτουρούγ) «Κυριακή τού τυφλού» — η πέμπτη Κυριακή μετά το Πάσχα, κατά την οποία ψάλλεται το Ευαγγέλιο για την θεραπεία τού εκ γενετής τυφλού από τον Χριστόδ) «τυφλό σημείο»(ανατ.-φυσιολ.) η περιοχή τού αμφιβληστροειδούς από την οποία εκπορεύεται το οπτικό νεύρο και η οποία, επειδή δεν έχει αισθητήρια κύτταρα, δεν είναι ευαίσθητη στο φωςε) «τυφλή κηλίδα»ανατ. παλαιότερη ονομασία τού τυφλού σημείου5. παροιμ. «τυφλός τυφλόν οδήγαε κι ηύραν κι οι δυό τον λάκκο» — δηλώνει ότι η αμάθεια και η απειρία είναι κακοί σύμβουλοι και οδηγούν, συνήθως, σε αρνητικό αποτέλεσμααρχ.1. (για μέλος τού σώματος) αυτός που ανήκει σε αόμματο, σε τυφλό («ὡς τυφλῷ ποδὶ ὀφθαλμὸς εἶ σύ» (Ευρ.)2. (για εξάρτημα) αυτός που χρησιμοποιείται από τυφλό3. αυτός που βρίσκεται στο πίσω μέρος τού σώματος όπου δεν υπάρχουν οφθαλμοί4. κρυμμένος, κρυφός («τυφλὸς μώλωψ» — κρυφό τραύμα, Πλούτ.)5. σκοτεινός, μαύρος6. κλειστός, χωρίς έξοδο («τοῡ ἐντέρου τυφλόν τι», Αριστοτ.)7. (για ποταμό ή λιμένα) αυτός τού οποίου το στόμιο είναι φραγμένο, ιδίως από ιλύ («εἰς λίμνας τυφλὰς καὶ ἑλώδεις ἀφανίζεται», Πλούτ.)8. (για πράγμ.) α) ασαφής, αφανής, άδηλος («ἀσαφὴς καὶ τυφλὴ ὑπόνοια», Πλούτ.)β) μτφ. ο χωρίς αξία, χωρίς σημασία («τυφλὸς ὄλβος» Ευρ.)9. φρ. α) «τὰ τυφλὰ τοῡ σώματος» — τα νώτα τού σώματος (Ξεν.)β) «τυφλὸς ὄζος» — κλαδί χωρίς οφθαλμούς (Θεόφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τυφ- τού ρ. τύφω «περιβάλλω με καπνό» + επίθημα -λός (πρβλ. τραυ-λός, χω-λός). Για τη σημ. τού επιθ. βλ. λ. τύφω].
Dictionary of Greek. 2013.